- καλογηρισμός
- ο1) монашество; монашеская ж,изнь; 2) религиозный фанатизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλογηρισμός — ο βλ. καλογερισμός … Dictionary of Greek
καλογερισμός — και καλογηρισμός, ο [καλόγερος] η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής και ενεργειών τών καλογήρων … Dictionary of Greek